- προαποθνῄσκοιμεν
- προαποθνῄσκοιμεν , προαποθνήσκωdie beforepres opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαποθνήσκω — προαποθνῄσκω ΝΜΑ πεθαίνω πρωτύτερα ή πεθαίνω πρώτος («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.) αρχ. πεθαίνω υπερασπιζόμενος κάποιον … Dictionary of Greek